- επικαταψεύδομαι
- ἐπικαταψεύδομαι (Α) [καταψεύδομαι]1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον2. κατηγορώ ψευδώς3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαταψευδόμενος — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταψευσάμενος — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταψεύδεσθαι — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταψεύσαιο — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides aor opt mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταψεύσασθαι — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατεψεύσατο — ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικαταψεύδομαι — Α [ἐπικαταψεύδομαι] προσεπιψεύδομαι* … Dictionary of Greek
προσεπικαταψεύδονται — πρόσ ἐπικαταψεύδομαι tell lies besides pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)